- αγκιστρεύω
- ἀγκιστρεύω (Α)1. ψαρεύω με αγκίστρι2. δελεάζω, εξαπατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρο.ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεία, ἀγκιστρευτικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκιστρεύω — βλ. αγκιστρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγκιστρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 410 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που περιλαμβάνει μόνο τον οικισμό Ά. * * * το (Α ἄγκιστρον) 1. αλιευτικό… … Dictionary of Greek
αγκιστρεία — ἀγκιστρεία, η (Α) [ἀγκιστρεύω] ψάρεμα με αγκίστρι … Dictionary of Greek
αγκιστρευτικός — ἀγκιστρευτικός ή, όν (Α) [ἀγκιστρεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι αυτό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκιστρευτικόν η ἀγκιστρεία* … Dictionary of Greek